ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερλεστιρντίζω (ρ.) γερλεστιρτίζω [ʝerlestirˈtizo] Μαλακ. γερλαστουρντίζου [ʝerlasturˈdizu] Μισθ. γερλα̈σ̑τουρντίζω [ʝerlæʃturˈdizo] Φάρασ. γερλεσ̑τουρντώ [ʝerlesʃturˈdo] Σίλ. 'ελ-λεσ̑τουρντάω [elleʃturˈdao] Φάρασ. Αόρ. γερλεστίρσα [ʝerleˈstirsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. yerleştirmek = τοποθετώ.
1. Τοποθετώ ό.π.τ. Συνών. αφήνω
2. Τακτοποιώ, σιάζω ό.π.τ. : «Στα, ας τα καταβάσου», λέ', «Ας τα γερλαστουρντίσου», λέ' («Στάσου, ας τα κατεβάσω», λέει, «Ας τα βάλω στην σειρά«», λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αραλατίζω :2, γαραλαΐζω :2, ορθώνω, πακλατίζω :2, πανασηκώνω :1, σωρεύω