πακλατίζω
(ρ.)
πακλατίζω
[paklaˈtizo]
Αφσάρ., Φάρασ.
π͑ακλαΐζου
[pʰaklaʹizu]
Μισθ.
π͑ακλαdώ
[pʰaklaˈdo]
Σίλ.
πακ͑λατώ
[pakʰla'to]
Τσουχούρ., Φάρασ.
πακλατώου
[paklaʹtou]
Φάρασ.
πεκλεdού
[pekleˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
πακλάτ'σα
[paˈklatsa]
Μισθ.
πεκλέν'σα
[peˈklensa]
Ουλαγ.
Προστ.
πακλάτει
[paʹklati]
Φάρασ.
Παθ. Αόρ.
πακλατίστα
[paklaˈtista]
Φκόσ.
Μτχ.
πακλατημένου
[paklatiʹmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. paklamak = καθαρίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. peklemek (THADS, λ. peklemek I). Η αμτβ. σημ. από τον τουρκ. παθ. τύπ. paklanmak.
Πβ.
πάκι
1. Καθαρίζω (σπίτι, χωράφι από τα ζιζάνια κλπ.)
ό.π.τ.
:
Νευλή πακλάτ'σις του;
(Την αυλή την καθάρισες;)
Μισθ.
-Φατ.
Αϊλφή μ᾽ πακλάιζι ντα πάντζαρις
(Η αδελφή μου καθάριζε τα παράθυρα)
Μισθ.
-Φατ.
Πακλάτει τα, πίε νερό τζαι δέβου
(Καθάρισέ την (ενν. την πηγή), πιές νερό και φύγε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'γώ πάλι έσ̑εσα, εδώ τσ̑αι πακλάτα!
(Κι εγώ έχεσα, έλα εδώ και καθάρισε!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πακλάτσ̑α τσι στράδα τσ̑όαν τσ̑αμούρια, τοπλάτσ̑α τσ' εκείνα
(Καθάρισα το δρόμο, ήταν λάσπες, τις σιγύρισα κι αυτές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φ'κάλτσ̑α τσι ναυλή, έπλυνα δου, ούλα πακλάτσ̑α δα
(Σκούπισα και την αυλή, την έπλυνα, όλα τα καθάρισα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
καθαρίζω :1, παστρεύω :1
β.
Καθαρίζω φρούτο, ξεφλουδίζω
Σίλ.
:
Πακλαdώ τ’ μήλου
(Καθαρίζω το μήλο
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πακλατούμι τα φλοίδα του
(Καθαρίζουμε τα φλούδια τους
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Συγυρίζω, τακτοποιώ
Μισθ., Φάρασ.
:
Πακλαΐζου ντου σπίτ'
(Συγυρίζω το σπίτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γερλεστιρντίζω :2, ορθώνω :4, πανασηκώνω :1, σωρεύω :1
3. Mεσοπαθ., για τον καιρό, καθαρίζω, αιθριάζω
Φκόσ.
:
Πακλατίστη ο ουρανός
(Καθάρισε ο ουρανός)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
Συνών.
κατινώνω :2
4. Αμτβ., καθαρίζομαι ή συγυρίζομαι
Μισθ., Ουλαγ.
:
Κ̒αριντζ̑αγιού το κ͑ανάτ' πέτασεν ντο ιτσ̑αρώ μέσα και πεκλέν’σε
(Πέταξε το φτερό του μυρμηγκιού στη μέση του (ενν. σωρού με τους σπόρους), και αυτός (ενν. ο σωρός) τακτοποιήθηκε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Λούστη δετσού, έπγι τσι λερό, πακλάντσιν
(Λούστηκε εκεί, ήπιε και νερό, καθαρίστηκε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα γιαράια ούλα πακλάντ'σαν
(Όλες οι ουλές καθάρισαν, έφυγαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τροποποιήθηκε: 14/03/2025