ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πακλατίζω (ρ.) πακλατίζω [paklaˈtizo] Αφσάρ., Φάρασ. π͑ακλαΐζου [pʰaˈklaizu] Μισθ. π͑ακλαdώ [pʰaklaˈdo] Σίλ. πακ͑λατώ [pakʰla'to] Τσουχούρ., Φάρασ. πεκλεdού [pekleˈdu] Ουλαγ. Παρατατ. π͑ακλάιζα [pʰaˈklaiza] Μισθ. Αόρ. πακλάτ'σα [paˈklatsa] Μισθ. πεκλέν'σα [peˈklensa] Ουλαγ. Παθ. Αόρ. πακλατίστα [paklaˈtista] Φκόσ. Από το τουρκ. ρ. paklamak = καθαρίζω (παθ. τύπ. paklanmak), όπου και διαλεκτ. τύπ. peklemek (THADS, λ. peklemek I). Πβ. πάκι
1. Καθαρίζω (σπίτι, χωράφι από τα ζιζάνια κλπ.) ό.π.τ. : Νευλή πακλάτ'σις του; (Την αυλή την καθάρισες;) Μισθ. -Φατ. 'γώ παλι έσ̑εσα, εδώ τσ̑αι πακλάτα! (Κι εγώ έχεσα, έλα εδώ και καθάρισε!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. καθαρίζω :1
β. Καθαρίζω φρούτο, ξεφλουδίζω Σίλ. : Πακλαdώ τ’ μήλου (Καθαρίζω το μήλο ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Συγυρίζω, τακτοποιώ Μισθ., Φάρασ. : Πακλαΐζου ντου σπίτ' (Συγυρίζω το σπίτι) Μισθ. -Κοτσαν. Κ̒αρινdζ̑αγιού το κ͑ανάτ' πέτασεν ντο ιτσ̑αρώ μέσα και πεκλέν’σε (Πέταξε το φτερό του μυρμηγκιού στη μέση του (ενν. σωρού με τους σπόρους), και αυτός (ενν. ο σωρός) τακτοποιήθηκε ) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. γερλεστιρντίζω, ορθώνω, πανασηκώνω, σωρεύω
3. Mεσοπαθ., για τον καιρό, καθαρίζω, αιθριάζω Φκόσ. : Πακλατίστη ο ουρανός (Καθάρισε ο ουρανός) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373