παίντσιμο
(ουσ.)
παίντσιμο
[ˈpentsimo]
Αξ.
παίντσιμου
[ˈpentsimu]
Μισθ.
Από το παίνω (θ. παίν-) και το παραγωγικό επίθμ. -σιμο (για την τροπή [ns > nts] βλ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 22-23).
Πηγαιμός
:
Ντου παίντσιμου 'νι εύκολο, ντου έρσιμου 'νι ζόρ'
(Ο πηγαιμός είναι εύκολος, ο ερχμός είναι δύσκολος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
παίνημα