ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παιδόπουλο (ουσ. ουδ.) παιδὀπουλο [peˈðopulo] Τελμ. παιδόπο [peʹðopo] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. παιδόπουλον = α) υπηρέτης β) (νεαρός) ακόλουθος (νεότ. σημ. ‘μικρό παιδί, νήπιο’).
Παιδί, τέκνο : Ο θεός να σε δώσ' σο χρόνο τ' ένα χαιρλί παιδόπο (Ο Θεός να σου δώσει πάνω στο χρόνο ένα τυχερό αγοράκι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Κάπου τα παιδιά μου, κάπου τα παιδόπουλά μου;
Τούρκοι τα παραδιώχνουν
(Κάπου (είναι) τα παιδιά μου, πού είναι τα παιδιά μου;Τούρκοι τα καταδιώκουν) Τελμ. -Lag.
Συνών. ντόλι, παιδί :1, παιδόκκο, τέκνο, φσάχι :1
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025