ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παίξιμο (ουσ.) παίξ̑ιμο [ˈpekʃimo] Αραβαν. παίξιμα [ˈpeksima] Φάρασ. παίξ̑ιμα [ˈpekʃima] Σίλ. Από το ρ. παίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Χορός ό.π.τ. : Παίξ̑ιμα λέμι του χόριμα (Παίξημα λέμε τον χορό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να ποίκουμε το ’ρκούδι τσ̑ουφαλά μας, τσ̑ούνκι χεμ πολύ αχ̇iλ-λούς ένι χεμ κατέσ̑ει παιξίματα τσ̑αι ινσανού τερτίπε (Να κάνουμε την αρκούδα αρχηγό μας, διότι και πολύ μυαλωμένη είναι και ξέρει χορούς και γνωρίζει από ανθρώπινες συμπεριφορές) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Συνών. παίγνη
2. Παιχνίδι ό.π.τ. Συνών. παίζημα