παίξιμο
(ουσ. ουδ.)
παίξιμο
[ˈpeksimo]
Σινασσ.
παίξ̑ιμο
[ˈpekʃimo]
Αραβαν., Γούρδ.
παίξιμα
[ˈpeksima]
Φάρασ.
παίξ̑ιμα
[ˈpekʃima]
Σίλ.
Από το ρ. παίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
2. Παιχνίδι
ό.π.τ.
:
Μι α γαϊντούρια, τσι ιτό τσ̑όουν ντου… ου… ντου παίξιμου μικρονού
(Με τα γαϊδούρια, και αυτό ήταν το… το παιχνίδι μικρού παιδιού)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
παίζημα
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025