ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παίξιμο (ουσ. ουδ.) παίξιμο [ˈpeksimo] Σινασσ. παίξ̑ιμο [ˈpekʃimo] Αραβαν., Γούρδ. παίξιμα [ˈpeksima] Φάρασ. παίξ̑ιμα [ˈpekʃima] Σίλ. Από το ρ. παίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Χορός ό.π.τ. : Παίξ̑ιμα λέμι του χόριμα (Παίξιμο λέμε τον χορό) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. παίγνη
2. Παιχνίδι ό.π.τ. : Μι α γαϊντούρια, τσι ιτό τσ̑όουν ντου… ου… ντου παίξιμου μικρονού (Με τα γαϊδούρια, και αυτό ήταν το… το παιχνίδι μικρού παιδιού) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. παίζημα
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025