παίξιμο
(ουσ.)
παίξ̑ιμο
[ˈpekʃimo]
Αραβαν.
παίξιμα
[ˈpeksima]
Φάρασ.
παίξ̑ιμα
[ˈpekʃima]
Σίλ.
Από το ρ. παίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Χορός
ό.π.τ.
:
Παίξ̑ιμα λέμι του χόριμα
(Παίξημα λέμε τον χορό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να ποίκουμε το ’ρκούδι τσ̑ουφαλά μας, τσ̑ούνκι χεμ πολύ αχ̇iλ-λούς ένι χεμ κατέσ̑ει παιξίματα τσ̑αι ινσανού τερτίπε
(Να κάνουμε την αρκούδα αρχηγό μας, διότι και πολύ μυαλωμένη είναι και ξέρει χορούς και γνωρίζει από ανθρώπινες συμπεριφορές)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Συνών.
παίγνη