παίνημα
(ουσ. ουδ.)
παίνημα
[ˈpenima]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το ρ. παίνω (θ. παίν-) και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
Πηγαιμός
ό.π.τ.
:
Ντο παίνημα παίνεις, άμ-μα τίλαα να έρτεις;
(Για τον πηγαιμό πηγαίνεις αλλά πώς θα έρθεις;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
παίντσιμο
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025