παίνημα
(ουσ.)
παίνημα
[ˈpenima]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το ρ. παίνω (θ. παίν-) και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
Πηγαιμός
ό.π.τ.
:
Ντο παίνημα παίνεις άμ-μα τίλαα να έρτεις
(Για τον πηγαιμό πηγαίνεις αλλά πώς θα έρθεις;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
παίντσιμο