ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παίνημα (ουσ.) παίνημα [ˈpenima] Μισθ., Ουλαγ. Από το ρ. παίνω (θ. παίν-) και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.
Πηγαιμός ό.π.τ. : Ντο παίνημα παίνεις άμ-μα τίλαα να έρτεις (Για τον πηγαιμό πηγαίνεις αλλά πώς θα έρθεις;) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. παίντσιμο