παιδιακός
(επίθ.)
παιδιακό
[peðʝaˈko]
Μαλακ.
Πληθ.
παιδιακά
[peðʝaˈka]
Ανακ.
Από το μεσν. επίθ. παιδιακός = παιδικός. Ο τύπ. παιδιακά με ουσιαστ. του ουδ. πληθ.
1. Παιδικός
Μαλακ.
2. Ως ουσ. στον πληθ., σπασμοί
:
Πιάσαν το τα παιδιακά
(Το έπιασαν σπασμοί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.