ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παιδιακός (επίθ.) παιδιακό [peðʝaˈko] Μαλακ. Πληθ. παιδιακά [peðʝaˈka] Ανακ. Από το μεσν. επίθ. παιδιακός = παιδικός. Ο τύπ. παιδιακά με ουσιαστ. του ουδ. πληθ.
1. Παιδικός Μαλακ.
2. Ως ουσ. στον πληθ., σπασμοί : Πιάσαν το τα παιδιακά (Το έπιασαν σπασμοί) Ανακ. -Κωστ.Α.