παζί
(ουσ. ουδ.)
παζί
[paˈzi]
Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. παζί = είδος τεύτλου (Λεξ. Δουκ.), το οπ. από το τουρκ. pazı (< περσ. pāzī) = σέσκουλο (βλ. Tietze 2018: λ. pazı Ι).