παζί
(ουσ. ουδ.)
παζί
[paˈzi]
Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. παζί = είδος τεύτλου (Λεξ. Δουκ.), το οπ. από το τουρκ. pazı (< περσ. pāzī) = σέσκουλο.
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025