παγούρι
(ουσ.)
παγούρι
[paˈɣuri]
Σινασσ.
παγούρ'
[paˈɣur]
Ανακ., Αραβαν., Σίλατ., Φλογ.
Από το ουσ. πάγος (θ. παγ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ούρι. Η λ. Πόντ.
Πάγος
ό.π.τ.
:
Το νερό πιάνισ̑κεν παγούρ'
(Το νερό έπιανε πάγο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πιάνισ̑καν παγούρια και τα φσ̑άχα ανεβαίνισ̑καν πάνω και παίισ̑καν
(Έπιανε πάγος και τα παιδιά ανέβαιναν πάνω και έπαιζαν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Με τα χουρσά μανίκια της τα σ̑όνια 'πετινάζει,
με χουρσό λαχτυλίδι της τα παγούρια τσακίζει (Με τα χρυσά μανίκια της τα χιόνια αποτινάσσει,
με το χρυσό δαχτυλίδι της σπάει τους πάγους) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αγιάζι :1, πάγος
με χουρσό λαχτυλίδι της τα παγούρια τσακίζει (Με τα χρυσά μανίκια της τα χιόνια αποτινάσσει,
με το χρυσό δαχτυλίδι της σπάει τους πάγους) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. αγιάζι :1, πάγος