ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγούρι (ουσ. ουδ.) παγούρι [paˈɣuri] Σινασσ. παγούρ' [paˈɣur] Ανακ., Αραβαν., Σίλατ., Φλογ. Από το ουσ. πάγος (θ. παγ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ούρι.
Πάγος ό.π.τ. : Το νερό πιάνισ̑κεν παγούρ' (Το νερό έπιανε πάγο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πιάνισ̑καν παγούρια και τα φσ̑άχα ανεβαίνισ̑καν πάνω και παίισ̑καν (Έπιανε πάγος και τα παιδιά ανέβαιναν πάνω και έπαιζαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Κουντά το σαπούν' οπίσω τ' κι όλο το μέρος γιόμωσε χιόνια και παγούρια (Ριχνεί το σαπούνι πίσω του και όλο το μέρος γέμισε χιόνια και πάγους) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Με τα χουρσά μανίκια της τα σ̑όνια 'πετινάζει,
με χουρσό λαχτυλίδι της τα παγούρια τσακίζει
((Με τα χρυσά μανίκια της τα χιόνια αποτινάσσει,
με το χρυσό δαχτυλίδι της σπάει τους πάγους))
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. αγιάζι, πάγος
Τροποποιήθηκε: 30/07/2025