ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάγος (ουσ. αρσ.) πάγος [ˈpaɣos] Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. μπάγος [ˈbaɣos] Αξ. πάγους [ˈpaɣus] Μισθ., Σίλ. πάους [ˈpaus] Δίλ., Μισθ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. πάγος.
1. Πάγος, νερό που έχει στερεοποιηθεί λόγω χαμηλής θερμοκρασίας Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. : Σου πάγους απάν' πουρπάιζαμ' (Στον πάγο επάνω περπατούσαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Οπ' κιρυό, οπ' αγιάζι εριτζινόσ̑κι τ' σ̑όνι και εγινόσκι πάγους (Από το κρύο, από το αγιάζι, έλιωνε το χιόνι και γινόταν πάγος) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Έπιασι πάγους (Έπιασε πάγο˙ Πάγωσε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αγιάζι :1, παγούρι
2. Ψύχος, κρύο, παγωνιά Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ. : Κονώχαν τα νύγια μ' ασ' τομ μπάγο (Πέσανε τα νύχια μου από το κρύο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ζάσ̑' πολύ πάγος σ̑ήμερ' (Κάνει πολύ κρύο σήμερα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντα γεσίρια χανιόδαν απ' του πάγους (Οι αιχμάλωτοι πέθαιναν απ' το κρύο) Μισθ. -Κοτσαν. Λάλ'σι κιρυός, γένη πάους (Φύσηξε αέρας, έγινε κρύο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Απ' του πολύ δου πάγους ντέ μπόρ'σαμ' να πάμ' (Εξαιτίας του μεγάλου ψύχους δεν μπορέσαμε να πάμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντα πτάρια τ'νι προύσταν απ' ντου πάγους (Τα πόδια τους πρήστηκαν από το κρύο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντισίντ'σεν εκεί γιά λύκος τα τρώει, για ασ' το πάγος και πείνα πεανίσκ'νε (Σκέφτηκε ότι εκεί ή θα τα φάει ο λύκος, ή θα πεθάνουν από το κρύο και την πείνα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Φρ. Ξέβεν μπάγος (Βγήκε κρύο˙ Κάνει κρύο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Πολύ μη ανοίζεσαι, παίρ' σε πάγος (Πολύ μην ανοίγεσαι, σε παίρνει το κρύο (θα κρυώσεις)˙ Για τους σπάταλους) Φερτάκ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. κρύος