πάγος
(ουσ. αρσ.)
πάγος
[ˈpaɣos]
Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
μπάγος
[ˈbaɣos]
Αξ.
πάγους
[ˈpaɣus]
Μισθ., Σίλ.
πάους
[ˈpaus]
Δίλ., Μισθ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. πάγος.
1. Πάγος, νερό που έχει στερεοποιηθεί λόγω χαμηλής θερμοκρασίας
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
Σου πάγους απάν' πουρπάιζαμ'
(Στον πάγο επάνω περπατούσαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Οπ' κιρυό, οπ' αγιάζι εριτζινόσ̑κι τ' σ̑όνι και εγινόσκι πάγους
(Από το κρύο, από το αγιάζι, έλιωνε το χιόνι και γινόταν πάγος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Έπιασι πάγους
(Έπιασε πάγο˙ Πάγωσε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αγιάζι :1, παγούρι
2. Ψύχος, κρύο, παγωνιά
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Κονώχαν τα νύγια μ' ασ' τομ μπάγο
(Πέσανε τα νύχια μου από το κρύο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ζάσ̑' πολύ πάγος σ̑ήμερ'
(Κάνει πολύ κρύο σήμερα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντα γεσίρια χανιόδαν απ' του πάγους
(Οι αιχμάλωτοι πέθαιναν απ' το κρύο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Λάλ'σι κιρυός, γένη πάους
(Φύσηξε αέρας, έγινε κρύο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Απ' του πολύ δου πάγους ντέ μπόρ'σαμ' να πάμ'
(Εξαιτίας του μεγάλου ψύχους δεν μπορέσαμε να πάμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντα πτάρια τ'νι προύσταν απ' ντου πάγους
(Τα πόδια τους πρήστηκαν από το κρύο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντισίντ'σεν εκεί γιά λύκος τα τρώει, για ασ' το πάγος και πείνα πεανίσκ'νε
(Σκέφτηκε ότι εκεί ή θα τα φάει ο λύκος, ή θα πεθάνουν από το κρύο και την πείνα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Ξέβεν μπάγος
(Βγήκε κρύο˙ Κάνει κρύο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Πολύ μη ανοίζεσαι, παίρ' σε πάγος
(Πολύ μην ανοίγεσαι, σε παίρνει το κρύο (θα κρυώσεις)˙ Για τους σπάταλους)
Φερτάκ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
κρύος