παγάρτσικο
(επίθ.)
π͑αγάρτσ̑ικο
[pʰaˈɣartʃiko]
Φάρασ.
Από το ουσ. παγάρτσι και το παραγωγ. επίθμ. -ικο.
Άζυμο ψωμί
Φάρασ.