ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγάρτσικο (επίθ.) π͑αγάρτσ̑ικο [pʰaˈɣartʃiko] Φάρασ. παγάρτζικο [paʹɣardziko] Φάρασ. Από το ουσ. παγάρτσι και το παραγωγ. επίθμ. -ικο.
1. Ως επίθ., ο σχετικός με άζυμο άρτο Φάρασ. : Τζαι στο παγάρτζικο το Πάσχα προ του Χριστού οι τζιράχοι σωρεύταν κοντά (Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ ΚΔ Ευ. Ματθ. 26.17) Φάρασ. -Lag. Τζ' ήρτε το παγάρτζικο του λέν dι Πάσχας ο ταρός, τζαι πρέφκε να φσαχτεί Πάσχα (῏Ηλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα ΚΔ Ευ. Λουκ. 22.7)
2. Ως ουσ., με παράλειψη του ουσ. ψωμί, άζυμος άρτος Συνών. ανάβι, λειψός :5
Τροποποιήθηκε: 30/05/2025