παγώνω
(ρ.)
παγώνω
[paˈɣono]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
παγώνου
[paˈɣonu]
Μισθ., Σίλ.
παώνου
[paˈonu]
Σίλ.
ποώνω
[pοˈono]
Ουλαγ.
Παρατατ.
πάγουνα
[ˈpaɣuna]
Μισθ.
Αόρ.
πάγωσα
[ˈpaɣosa]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ.
πάγουσα
[ˈpaɣusa]
Μισθ., Σίλ.
πάουσα
[ˈpausa]
Σίλ.
Υποτ.
παγώσου
[paˈɣosu]
Μισθ.
Παθ. Μτχ.
παγωμένο
[paɣoˈmeno]
Αραβαν., Γούρδ.
παγουμένος
[paɣuˈmenos]
Μισθ.
Μεσν. ρ. παγώνω, το οπ. από το μεταγν. παγῶ (= πήζω) με μεταπλ. σε -ώνω με βάση το θ. του αορ. Οι τύπ. παώνου, ποώνω, με αποβολή μεσοφωνηεντικού [ɣ]. Η μτχ. παγωμένο είναι ήδη μεσν. όπως και η σημ. 3.
1. Για υλικά αντικείμενα, παγώνω, χάνω την θερμότητά μου ή μετατρέπομαι σε κάτι πολύ κρύο
ό.π.τ.
:
Δου χειμώ θα πχίνεις παγουμένο (καφέ)
(Τον χειμώνα θα πίνεις παγωμένο (καφέ))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πάγουσαν ντα γεννήμαδα
(Παγώσανε τα σιτάρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ον είστε ιδρωμένα, μη πίνιτ' παγωμένο νερό
(Ενώ είστε ιδρωμένοι, μην πίνετε κρύο νερό)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Φρ.
Πάγωσε τ' όιμα τ'
(Πάγωσε το αίμα του˙ Κατατρομοκρατήθηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σα παγώσει το σίδερο τσ̑ο κοπανίζουν τα
(Σαν παγώσει το σίδερο, δεν το κοπανάνε˙ Στη βράση κολλάει το σίδερο· όλα πρέπει να γίνονται την κατάλληλη στιγμή)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω
2. Για ανθρώπους, κρυώνω, παγώνω, πουντιάζω
ό.π.τ.
:
Φόρωσα το σάκκο τ' με παγώνει ντεΐ
(Φόρεσα το σακάκι του για να μην κρυώνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σ̑ήμερα τσ̑ιπ ρεν παγώνου
(Σήμερα δεν κρυώνω καθόλου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντου χειμό πάγουναμ'
(Τον χειμώνα παγώναμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πάουσα στα πλάια μου
(Πάγωσα στα πόδια μου)
-Κωστ.Σ.
'α παγώσουμ' τσ̑ι λίου
(Ας κρυώσουμε και λίγο (Χειμώνας είναι!))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φόρου ντου γιλιάτσ̑ι σ' μη παγώεις
(Φόρεσε το γιλέκο σου να μην κρυώσεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ανοίξετε, πάγωσαμ'!
(Ανοίξτε, παγώσαμε!)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Πάγουσα πάγουσα, ανέβα στου ντώμα
(Πάγωσα πάγωσα, ανέβηκα στο δώμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω
3. Μτφ., ψυχραίνομαι
Αξ.
:
'Ζ̑άνgαι με τσάκωσε, πάγωσα
(Από τότε που με πρόσβαλε, ψυχράνθηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Μένω ακίνητος (από έκπληξη κλπ.)
Αραβαν.
:
Το παλληκάρ', τόμην είρε το κορίσ̑', ήρτεν ντο ένα τιτιρέdισμα, πάγωσε και πόμ'νε
(Το παλληκάρι, μόλις είδε την κοπέλα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε κι έμεινε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
5. Πετρώνω
Σίλ.
:
Αψούσ̑κανας πάγουσι, ‘ένηκι χαγιά
(Αμέσως πέτρωσε, έγινε πέτρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5