ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παγώνω (ρ.) παγώνω [paˈɣono] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. παγώνου [paˈɣonu] Μισθ., Σίλ. παώνου [paˈonu] Σίλ. ποώνω [pοˈono] Ουλαγ. Παρατατ. πάγουνα [ˈpaɣuna] Μισθ. Αόρ. πάγωσα [ˈpaɣosa] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ. πάγουσα [ˈpaɣusa] Μισθ., Σίλ. πάουσα [ˈpausa] Σίλ. Υποτ. παγώσου [paˈɣosu] Μισθ. Παθ. Μτχ. παγωμένο [paɣoˈmeno] Αραβαν., Γούρδ. παγουμένος [paɣuˈmenos] Μισθ. Μεσν. ρ. παγώνω, το οπ. από το μεταγν. παγῶ (= πήζω) με μεταπλ. σε -ώνω με βάση το θ. του αορ. Οι τύπ. παώνου, ποώνω, με αποβολή μεσοφωνηεντικού [ɣ]. Η μτχ. παγωμένο είναι ήδη μεσν. όπως και η σημ. 3.
1. Για υλικά αντικείμενα, παγώνω, χάνω την θερμότητά μου ή μετατρέπομαι σε κάτι πολύ κρύο ό.π.τ. : Δου χειμώ θα πχίνεις παγουμένο (καφέ) (Τον χειμώνα θα πίνεις παγωμένο (καφέ)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πάγουσαν ντα γεννήμαδα (Παγώσανε τα σιτάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Ον είστε ιδρωμένα, μη πίνιτ' παγωμένο νερό (Ενώ είστε ιδρωμένοι, μην πίνετε κρύο νερό) Γούρδ. -Καράμπ. || Φρ. Πάγωσε τ' όιμα τ' (Πάγωσε το αίμα του˙ Κατατρομοκρατήθηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Σα παγώσει το σίδερο τσ̑ο κοπανίζουν τα (Σαν παγώσει το σίδερο, δεν το κοπανάνε˙ Στη βράση κολλάει το σίδερο· όλα πρέπει να γίνονται την κατάλληλη στιγμή) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω
2. Για ανθρώπους, κρυώνω, παγώνω, πουντιάζω ό.π.τ. : Φόρωσα το σάκκο τ' με παγώνει ντεΐ (Φόρεσα το σακάκι του για να μην κρυώνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σ̑ήμερα τσ̑ιπ ρεν παγώνου (Σήμερα δεν κρυώνω καθόλου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντου χειμό πάγουναμ' (Τον χειμώνα παγώναμε) Μισθ. -Κοτσαν. Πάουσα στα πλάια μου (Πάγωσα στα πόδια μου) -Κωστ.Σ. 'α παγώσουμ' τσ̑ι λίου (Ας κρυώσουμε και λίγο (Χειμώνας είναι!)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Φόρου ντου γιλιάτσ̑ι σ' μη παγώεις (Φόρεσε το γιλέκο σου να μην κρυώσεις) Μισθ. -Κοτσαν. Ανοίξετε, πάγωσαμ'! (Ανοίξτε, παγώσαμε!) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. Πάγουσα πάγουσα, ανέβα στου ντώμα (Πάγωσα πάγωσα, ανέβηκα στο δώμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. κουκουρώνω, λιλικιάζω :2, μπουιντίζω, ντονγκτίζω, παγουρώνω
3. Μτφ., ψυχραίνομαι Αξ. : 'Ζ̑άνgαι με τσάκωσε, πάγωσα (Από τότε που με πρόσβαλε, ψυχράνθηκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
4. Μένω ακίνητος (από έκπληξη κλπ.) Αραβαν. : Το παλληκάρ', τόμην είρε το κορίσ̑', ήρτεν ντο ένα τιτιρέdισμα, πάγωσε και πόμ'νε (Το παλληκάρι, μόλις είδε την κοπέλα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε κι έμεινε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
5. Πετρώνω Σίλ. : Αψούσ̑κανας πάγουσι, ‘ένηκι χαγιά (Αμέσως πέτρωσε, έγινε πέτρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5