ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λειψός (επίθ.) λειψό [liˈpso] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σατ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ. Μεσν. επίθ. λειψός = ελλιπής.
1. Λειψός, ελλιπής σε ποσότητα ή σε βάρος Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σατ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : Ο ασλάνος ένι βυνατό τζ̑αναβάρι, με τ’ αχ̇ίλι του ένι λειψό (Το λιοντάρι είναι δυνατό ζώο μα το μυαλό του είναι λειψό) Φάρασ. -Παπαδ. Δώτσιν ο Κιουτσούκης τις μέρες τσαι 'πόμ’νιν λειψός (Έδωσε ο Φλεβάρης τις μέρες και απόμεινε λειψός) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ήταν γιμ το σιπσέκ, λειψό (Ήταν μισογεμάτος ο τενεκές, λειψός) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. ’ίνεται λειψό (Γίνεται λειψό˙ απουσιάζει, λείπει) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Σο σπίτιν 'μπέσου κάτα τσ̑αι ‘ναίκα λειψό τζ̑ο πρέπει να ‘ίνεται (Από το σπίτι μέσα γάτα και γυναίκα δεν πρέπει να απουσιάζουν˙ η γάτα και η γυναίκα είναι απαραίτητα στοιχεία ενός σπιτιού) Φάρασ. -Ανδρ. Η ναίκα έσ̑ει μακρέ μαλλία, αμ-μά το 'χ̇ίλι τ'ς έν' λειψό (Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά, αλλά το μυαλό της είναι λειψό˙ για την υποτιθέμενη κατώτερη νοημοσύνη των γυναικών) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άσωστος, εξίκι, εξικλής, κιοτού, τσουρούκικος
2. Αυτός που έχει γεννηθεί πρόωρα, εφταμηνίτικος Αξ., Σινασσ., Φλογ. : Ετό το φσ̑άχ' λειψό ’ναι (Αυτό το παιδί είναι εφταμηνίτικο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
3. Ανόητος Αξ., Μισθ., Φάρασ. : Ασ' του ατό, λειψό ‘νι (Άφησε τον αυτόν, κουτός είναι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αβανάκος
4. Φθηνότερος, με μειωμένη τιμή, με έκπτωση Τροχ. : Ζία Μαρία, εγώ είμ’ φουκαρές, καν’ ντο λίγο λειψό, δεν έχω πολλά παράδια (Θειά Μαρία, εγώ είμαι φτωχός, κάνε το λίγο πιο φτηνό, δεν έχω πολλά χρήματα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
5. Το ουδ. ως ουσ., άζυμο ψωμί, που δεν φουσκώνει, λειψανάβατο Φερτάκ. Συνών. ανάβι