λειψός
(επίθ.)
λειψό
[liˈpso]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σατ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ., Φλογ.
Μεσν. επίθ. λειψός = ελλιπής.
1. Λειψός, ελλιπής σε ποσότητα ή σε βάρος
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σατ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ο ασλάνος ένι βυνατό τζ̑αναβάρι, με τ’ αχ̇ίλι του ένι λειψό
(Το λιοντάρι είναι δυνατό ζώο μα το μυαλό του είναι λειψό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Δώτσιν ο Κιουτσούκης τις μέρες τσαι 'πόμ’νιν λειψός
(Έδωσε ο Φλεβάρης τις μέρες και απόμεινε λειψός)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ήταν γιμ το σιπσέκ, λειψό
(Ήταν μισογεμάτος ο τενεκές, λειψός)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
|| Φρ.
’ίνεται λειψό
(Γίνεται λειψό˙ απουσιάζει, λείπει)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Σο σπίτιν 'μπέσου κάτα τσ̑αι ‘ναίκα λειψό τζ̑ο πρέπει να ‘ίνεται
(Από το σπίτι μέσα γάτα και γυναίκα δεν πρέπει να απουσιάζουν˙ η γάτα και η γυναίκα είναι απαραίτητα στοιχεία ενός σπιτιού)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Η ναίκα έσ̑ει μακρέ μαλλία, αμ-μά το 'χ̇ίλι τ'ς έν' λειψό
(Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά, αλλά το μυαλό της είναι λειψό˙ για την υποτιθέμενη κατώτερη νοημοσύνη των γυναικών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άσωστος, εξίκι, εξικλής, κιοτού, τσουρούκικος
2. Αυτός που έχει γεννηθεί πρόωρα, εφταμηνίτικος
Αξ., Σινασσ., Φλογ.
:
Ετό το φσ̑άχ' λειψό ’ναι
(Αυτό το παιδί είναι εφταμηνίτικο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Ανόητος
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
Ασ' του ατό, λειψό ‘νι
(Άφησε τον αυτόν, κουτός είναι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αβανάκος
4. Φθηνότερος, με μειωμένη τιμή, με έκπτωση
Τροχ.
:
Ζία Μαρία, εγώ είμ’ φουκαρές, καν’ ντο λίγο λειψό, δεν έχω πολλά παράδια
(Θειά Μαρία, εγώ είμαι φτωχός, κάνε το λίγο πιο φτηνό, δεν έχω πολλά χρήματα)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.