λειτουργώ
(ρ.)
λειτρογώ
[litroˈɣo]
Φάρασ.
λουτρουγώ
[lutruˈɣo]
Σίλατ., Τζαλ.
λουτρουίζω
[lutruˈizo]
Ανακ.
λουτρουώ
[lutruˈo]
Φάρασ.
Παρατατ.
λουτρούγανα
[luˈtruɣana]
Ποτάμ., Σίλατ.
Αρχ. ρ. λειτουργέω-ῶ. Ο τύπ. λουτρουὠ από νεότ. τύπ. λουτρουγῶ με αποβολή του μεσοφωνηεντικού /ɣ/ και μετάθ. υγρού (βλ. Costakis 1964: 31). Ο τύπ. λουτρουίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
Τελώ την θεία λειτουργία
ό.π.τ.
:
Ερχούτουν παπάς, λουτρούγανεν
(Ερχόταν παπάς, τελούσε λειτουργία)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μικρή εκκλησία ήταν και πααινίσκαμ’ και λουτρούγαναμ’ που είχαμε τάξιμο
(Μικρή εκκλησία ήταν, και πηγαίναμε και λειτουργούσαμε αυτοί που είχαμε κάνει τάμα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εκεί λουτρούγαναμ' κιόλα, ήσαντε τρία μνήματα
(Εκεί κάναμε λειτουργία κιόλας, ήταν τρεις τάφοι αγίων)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Κάτα χρόνον την ’ορτήν του τιμάμε
την εκκλεσία του τα λειτρογάμε (Κάθε χρόνο την γιορτή του τιμούμε
την εκκλησία του την λειτουργούμε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
την εκκλεσία του τα λειτρογάμε (Κάθε χρόνο την γιορτή του τιμούμε
την εκκλησία του την λειτουργούμε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.