λεμερντίζω
(ρ.)
λεμερντίζω
[lemerˈdizo]
Φάρασ.
λα̈μα̈ρντίζω
[læmærˈdizo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. nemlenmek = υγραίνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. lemermek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.