ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεμερντίζω (ρ.) λεμερντίζω [lemerˈdizo] Φάρασ. λα̈μα̈ρντίζω [læmærˈdizo] Αφσάρ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. nemlenmek = υγραίνομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. lemermek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Υγραίνομαι ό.π.τ. Συνών. ισλαντώ, νοτιάζω :1, χυλώνω