λεμνό
(ουσ. ουδ.)
λεμνό
[leˈmno]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. επίθ. nemli = υγρό, νοτερό με μεταθεση των [n] & [l]. Εναλλακτικά, από το ουσ. λέμι και το παραγωγ. επίθμ. - ινός , με αποβολή του [i].