ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεμνό (ουσ. ουδ.) λεμνό [leˈmno] Φάρασ. Πιθ. από το τουρκ. επίθ. nemli = υγρό, νοτερό με μεταθεση των [n] & [l]. Εναλλακτικά, από το ουσ. λέμι και το παραγωγ. επίθμ. - ινός , με αποβολή του [i].
Υγρασία Φάρασ. Συνών. λέμι, νοτιά :1
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025