λέτσες
(ουσ.,πληθ.)
λέτσ̑ες
[leˈtʃes]
Φάρασ.
Πιθ. από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. ulleyk = βατόμουρο. Ο Καρολίδης (1885: 185) είχε υποθέσει την ετυμολ. της λ. από τη ρ. λευκ-.
Είδος λευκού μούρου
Φάρασ.