ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεφτούκκο (επίθ.) λεφτούκκο [leˈftuko] Φάρασ. Από το επίθ. λεπτός και το παραγωγ. επίθμ. -ούκκος.
Λεπτός Φάρασ. : Τα λεφτούκκα τα γένdερα (Τα λεπτά έντερα) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. φτενός :1, ψιλός :1
Τροποποιήθηκε: 28/06/2025