λησμονιάρης
(επίθ.)
ζορμονιάρ'
[zormoˈɲar]
Μισθ.
Από το ρ. λησμονώ, όπου και τύπ. ζορμονώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Πβ. το ήδη νεότ. ἀλησμονιάρης.
Αυτός που λησμονεί, αμελεί να κάνει κάτι, ο αμελής
Μισθ.