ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεϊλέκι (ουσ. ουδ.) λεϊλέκι [leiˈleci] Σίλ., Φάρασ. λεϊλέκ' [leiˈlek] Τσελτ. λα̈́ϊλα̈́κι [læiˈlæci] Αφσάρ. Νεότ. ουσ. λεϊλέκι (Λεξ. Σομ., λ. λέλεκας), το οπ. από το τουρκ. ουσ. leylek = πελαργός.
1. Πελαργός ό.π.τ. Συνών. χατζιλεϊλέκι, χατζίμπαμπας
2. Χαρακτηρισμός ψηλού αθρώπου, ψηλολέλεκας ό.π.τ.
3. Δρεπάνι θερίσματος χωρίς δόντια Φάρασ.