λεϊλέκι
(ουσ. ουδ.)
λεϊλέκι
[leiˈleci]
Σίλ., Φάρασ.
λεϊλέκ'
[leiˈlek]
Τσελτ.
λα̈́ϊλα̈́κι
[læiˈlæci]
Αφσάρ.
Νεότ. ουσ. λεϊλέκι (Λεξ. Σομ., λ. λέλεκας), το οπ. από το τουρκ. ουσ. leylek = πελαργός.
2. Χαρακτηρισμός ψηλού αθρώπου, ψηλολέλεκας
ό.π.τ.
3. Δρεπάνι θερίσματος χωρίς δόντια
Φάρασ.