ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεβόρι (ουσ. ουδ.) λεβόρι [leˈvori] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. revolver, όπου και διαλεκτ. τύπ. lüvelver, löver, lüver, liver, livor (Tietze 1952: 260), το οπ. από το αγγλ. revolver. Ο τύπ. λεβόρ' Πόντ.
Περίστροφο, ρεβόλβερ : 'μεις είχαμε παλά τουφάνκε, λεβόρε, τσιφτέδε (Εμείς είχαμε παλιά τουφέκια, ρεβόλβερ, δίκαννα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πβ. αλτουλούχ