ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λαχτιά (ουσ. θηλ.) λαχτιά [laxˈtça] Μισθ. λαχτσά [laxˈtsa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. λακτέα = κλοτσιά.
Κλοτσιά ό.π.τ. : Ταυρώ σι 'να λαχτιά (Σου τραβάω μιά κλοτσιά) Μισθ. -Κοτσαν. Ρώκι του μιά λαχτσά, ντώκι κάτου (Του έδωσε μιά κλοτσιά, έπεσε κάτω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κιτσιά, λάχτισμα, τεπίκι, τεπικιά