λαχτιά
(ουσ. θηλ.)
λαχτιά
[laxˈtça]
Μισθ.
λαχτσά
[laxˈtsa]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. λακτέα = κλοτσιά.
Κλοτσιά
ό.π.τ.
:
Ταυρώ σι 'να λαχτιά
(Σου τραβάω μιά κλοτσιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ρώκι του μιά λαχτσά, ντώκι κάτου
(Του έδωσε μιά κλοτσιά, έπεσε κάτω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
κιτσιά, λάχτισμα :1, τεπίκι, τεπικιά