ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λβάρι (ουσ. ουδ.) λβάρι [ˈlvari] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το ρ. λβαρίζω υποχωρητ.
Χονδρό κόσκινο για το καθάρισμα του σιταριού ό.π.τ. : Κοσ̑ινίσκαν τα μπρό μο το λβάρι, υστέρου μο το δερμάτι να βκάουν το κεσμούκι (Το κοσκίνιζαν (ενν. το σιτάρι) πρώτα με το χονδρό κόσκινο, μετά με το δερμόνι για να βγάλουν τα σκύβαλα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. ελέκι, καλμπούρι, κόσκινο