ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ελέκι (ουσ. ουδ.) ελέκι [eˈleci] Κίσκ. ελέκ' [eˈlek] Ανακ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ. α̈λα̈́κι [æˈlæci] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. elek = ψιλό κόσκινο.
Κόσκινο ό.π.τ. : Αδρό το ελέκ' (Αραιό κόσκινο) Ανακ. -ΚΜΣ-ΚΠ151 Συνών. κόσκινο