ελεκλετίζω
(ρ.)
ελεκλετίζου
[elekleˈtizu]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. eleklemek (αόρ. elekledi) = κοσκινίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.