καθαροκοσκινίζω
(ρ.)
καθ'ρακοστσ̑ινίζω
[kaθrakostʃiˈnizo]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. καθαροκοσκινίζω (Λεξ. Κριαρ.).
Κοσκινίζω με μικρό κόσκινο
Πβ.
ανασκυβαλίζω, ελεκλετίζω