κάθισμα
(ουσ.)
κάθισμα
[ˈkaθizma]
Γούρδ.
κάτ͑ισμα
[ˈkatʰizma]
Αξ.
Μεταγν. ουσ. κάθισμα = α) οπίσθια β) κάθισμα γ) ίζημα δ) κελλί μοναχού ε) τροπάριο κατά την ανάγνωση του οποίου μπορούν οι πιστοί να κάθονται.
Στασίδι στην εκκλησία
ό.π.τ.