ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάθισμα (ουσ.) κάθισμα [ˈkaθizma] Γούρδ. κάτ͑ισμα [ˈkatʰizma] Αξ. Μεταγν. ουσ. κάθισμα = α) οπίσθια β) κάθισμα γ) ίζημα δ) κελλί μοναχού ε) τροπάριο κατά την ανάγνωση του οποίου μπορούν οι πιστοί να κάθονται.
Στασίδι στην εκκλησία ό.π.τ.