ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊγουσούζης (επίθ.) qαϊγουσούζ' [qaiɣuˈsuz] Μαλακ. γαϊγουσούζης [ɣaiɣuˈsuzis] Φάρασ. γαgουσούζης [ɣaguˈsuzis] Σινασσ. Θηλ. γαϊγουσούζα [ɣaiɣuˈsuza] Φάρασ. Ουδ. γαϊγουσούζι [ɣaiɣuˈsuzi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. kaygısız = αδιάφορος.
1. Ξέγνοιαστος, αμέριμνος ό.π.τ. Συνών. γαϊλεσούζης :2
2. Αδιάφορος ό.π.τ.