καϊγουσούζης
(επίθ.)
qαϊγουσούζ'
[qaiɣuˈsuz]
Μαλακ.
γαϊγουσούζης
[ɣaiɣuˈsuzis]
Φάρασ.
γαgουσούζης
[ɣaguˈsuzis]
Σινασσ.
Θηλ.
γαϊγουσούζα
[ɣaiɣuˈsuza]
Φάρασ.
Ουδ.
γαϊγουσούζι
[ɣaiɣuˈsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kaygısız = αδιάφορος.
2. Αδιάφορος
ό.π.τ.