καθίστρα
(ουσ. θηλ.)
καθίστρα
[kaˈθistra]
Φάρασ.
Από το ρ. καθίζω και το παραγωγ. επίθμ. -τρα. Πβ. και νεότ. ουσ. κάθιστρον = ξενώνας για μοναχούς.
Συνθηματικώς, η πρωτεύουσα
:
|| Φρ.
Το μέγον η καθίστρα
(Η μεγάλη πρωτεύουσα˙ Καισάρεια)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Το μιτσίκ-κον η καθίστρα
(Η δευτερεύουσα πρωτεύουσα˙ το Βερέκι, εν συγκρίσει προς την Καισάρεια)
Φάρασ.
-Ανδρ.