ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊγανάς (ουσ.) καϊγανά [kaiɣaˈna] Ουλαγ. καϊγκανά [kaigaˈna] Σινασσ. καϊκανά [kaikaˈna] Τροχ. γαϊγανά [ɣaIɣaˈna] Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ. κιαναγάτι [canaˈɣati] Αραβαν. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. kaygana = είδος ομελέτας, καγιανάς. Η λ. και Πόντ. Κύπρ. Μακεδ.
1. Εορταστικό έδεσμα από αβγά, αλεύρι και μέλι, σαν γλυκιά ομελέτα ή κρέπα ό.π.τ. Συνών. σφουγγάτο
2. Φαγητό με κρέας, τσιγαρισμένο κρεμμύδι και μαϊντανό Αραβαν.