καϊγανάς
(ουσ.)
καϊγανά
[kaiɣaˈna]
Ουλαγ.
καϊγκανά
[kaigaˈna]
Σινασσ.
καϊκανά
[kaikaˈna]
Τροχ.
γαϊγανά
[ɣaIɣaˈna]
Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ.
κιαναγάτι
[canaˈɣati]
Αραβαν.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. kaygana = είδος ομελέτας, καγιανάς. Η λ. και Πόντ. Κύπρ. Μακεδ.
2. Φαγητό με κρέας, τσιγαρισμένο κρεμμύδι και μαϊντανό
Αραβαν.