ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καϊμακαμλίκι (ουσ. ουδ.) καϊμακαμλίκι [kaimakamˈlici] Αφσάρ., Φκόσ. καϊμακλίκι [kaimaˈklici] Μισθ. γαϊμαχαμλίχ̇ı [ɣaimaxamˈlixi] Αφσάρ. γαϊμαχαμλιέχ̇ι [ɣaimaxaˈmʎexi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kaymakamlık = νομός, διοικητική περιφέρεια. Ο τύπ. καϊμακλίκι με ανομοιωτική αποβολή (πβ. Ανδριώτης 1948: 31).
Επαρχία, περιοχή, διοικητική περιφέρεια ό.π.τ.