καινούργιος
(επίθ.)
καινούργιος
[ceˈnurʝos]
Ανακ., Δίλ., Σινασσ., Φλογ.
καινούργιους
[ceˈnurʝus]
Σίλ.
καινίργιο
[ceˈnirʝo]
Αξ., Φλογ.
τσ̑αινούργιου
[tʃeˈnurʝu]
Μισθ.
καινούρης
[ceˈnuris]
Σίλ.
κιονούργιους
[coˈnurʝus]
Σίλ.
κιονούρης
[coˈnuris]
Σίλ.
καινιργιό
[ceniˈrʝo]
Ουλαγ.
γκαινούρης
[ɟeˈnuris]
Σίλ.
κîνî́ργιου
[cɯˈnɯrʝu]
Μαλακ.
Θηλ.
καινουργιά
[cenuˈrʝa]
Ανακ.
καινούρισσα
[ceˈnurisa]
Σίλ.
κιονούρ’σσα
[coˈnursa]
Σίλ.
Ουδ.
καινούρι
[ceˈnuri]
Σίλ.
Πληθ. Αρσ.
καινούργηροι
[ceˈnurʝiri]
Σίλ.
Θηλ.
καινούργιες
[ceˈnurʝes]
Σίλ.
Ουδ.
καινούργια
[ceˈnurʝa]
Φλογ.
τσαινούργια
[tseˈnurʝa]
Μισθ.
κϋνΰργια
[kyˈnyrʝa]
Τελμ.
Μεταγν. επίθ. καινούργιος. Για τον τύπ. καινούρης πβ. μεταγν. επίθ. καινουργής.
1. Νέος, καινούργιος, που έχει αποκτηθεί πρόσφατα
ό.π.τ.
:
Ξέβαλεν τα κϋνΰργια τσ̑ης τα καβάδια και φόρεσεν τα παλιά
(Έβγαλε τα καινούρια της ρούχα και φόρεσε τα παλιά)
Τελμ.
-Dawk.
’γόρασα τσ̑αινούργια φορ’τσ̑ές
(Αγόρασα καινούργια ρούχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ατούρα ζανgίνια, πήραν τσαινούργια αυτοκίνητα
(αυτοί είναι πλούσιοι, πήραν καινούργια αυτοκίνητα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κάτ’ τ' φορώνω φιστάνι, καινούρ' είναι
(Το φουστάνι που φοράω είναι καινούργιο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Παροιμ.
Του Πόλης τα παλιά, του Σινασσός τα καινούργια
(Της Κωνσταντινούπολης τα παλιά, της Σινασσός τα καινούργια˙ οι νέες μόδες της πρωτεύουσας φτάνουν με καθυστέρηση στην επαρχία)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα
ό.π.τ.
:
Καινούργιες κουρουμιές
(Νέες ρίζες, νέα κλήματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κιονούρ’σσα νύφη
(Καινούργια νύφη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑αίνουργια νυφάις
(Καινούργιες νύφες, νιόπαντρες γυναίκες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μπαbά, είπε μας λία καλά καινούργια τραγώδια
(Μπαμπά, πες μας λίγα καινούργια τραγούδια)
Φλογ.
-Dawk.
3. Καινούργιος, αυτός που διαδέχεται κάτι άλλο που έγινε παλαιότερα
ό.π.τ.
:
Φτσ̑άνουσι ένα γκαινούρη γάμου του σταχτιdζ̑ή
(Κάνουν έναν καινούριο γάμο για τον πωλητή στάχτης)
Σίλ.
-Dawk.
Τζαdι̂́σα ντϋσϋνdΰζ̑' καινίριο τζ̑αβολιά
(Η γριά μάγισσα σκέφτεται καινούρια διαβολιά)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Καινίργιο φένgος ξέβην
(Βγήκε νέο φεγγάρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ξεβαίνει κιονούρι φουνgάρι
(Βγαίνει καινούργιο φεγγάρι˙ η σελήνη είναι στην πρώτη της φάση κατά το γέμισμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
4. Αυτός που διατηρεί τα τρόφιμα φρέσκα
Μισθ.
:
Τσ̑αινούργιου σπίτ'
(Δωμάτιο φύλαξης και διατήρησης τροφίμων)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
5. Το θηλ. ως ουσ., αυτή που έχει γεννήσει για πρώτη φορά
Ανακ.