ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καινούργιος (επίθ.) καινούργιος [ceˈnurʝos] Ανακ., Δίλ., Σινασσ., Φλογ. καινούργιους [ceˈnurʝus] Σίλ. καινίργιο [ceˈnirʝo] Αξ., Φλογ. τσ̑αινούργιου [tʃeˈnurʝu] Μισθ. καινούρης [ceˈnuris] Σίλ. κιονούργιους [coˈnurʝus] Σίλ. κιονούρης [coˈnuris] Σίλ. καινιργιό [ceniˈrʝo] Ουλαγ. γκαινούρης [ɟeˈnuris] Σίλ. κîνî́ργιου [cɯˈnɯrʝu] Μαλακ. Θηλ. καινουργιά [cenuˈrʝa] Ανακ. καινούρισσα [ceˈnurisa] Σίλ. κιονούρ’σσα [coˈnursa] Σίλ. Ουδ. καινούρι [ceˈnuri] Σίλ. Πληθ. Αρσ. καινούργηροι [ceˈnurʝiri] Σίλ. Θηλ. καινούργιες [ceˈnurʝes] Σίλ. Ουδ. καινούργια [ceˈnurʝa] Φλογ. τσαινούργια [tseˈnurʝa] Μισθ. κϋνΰργια [kyˈnyrʝa] Τελμ. Μεταγν. επίθ. καινούργιος. Για τον τύπ. καινούρης πβ. μεταγν. επίθ. καινουργής.
1. Νέος, καινούργιος, που έχει αποκτηθεί πρόσφατα ό.π.τ. : Ξέβαλεν τα κϋνΰργια τσ̑ης τα καβάδια και φόρεσεν τα παλιά (Έβγαλε τα καινούρια της ρούχα και φόρεσε τα παλιά) Τελμ. -Dawk. ’γόρασα τσ̑αινούργια φορ’τσ̑ές (Αγόρασα καινούργια ρούχα) Μισθ. -Κοτσαν. Ατούρα ζανgίνια, πήραν τσαινούργια αυτοκίνητα (αυτοί είναι πλούσιοι, πήραν καινούργια αυτοκίνητα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κάτ’ τ' φορώνω φιστάνι, καινούρ' είναι (Το φουστάνι που φοράω είναι καινούργιο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Παροιμ. Του Πόλης τα παλιά, του Σινασσός τα καινούργια (Της Κωνσταντινούπολης τα παλιά, της Σινασσός τα καινούργια˙ οι νέες μόδες της πρωτεύουσας φτάνουν με καθυστέρηση στην επαρχία) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Που έχει δημιουργηθεί πρόσφατα ό.π.τ. : Καινούργιες κουρουμιές (Νέες ρίζες, νέα κλήματα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κιονούρ’σσα νύφη (Καινούργια νύφη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑αίνουργια νυφάις (Καινούργιες νύφες, νιόπαντρες γυναίκες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μπαbά, είπε μας λία καλά καινούργια τραγώδια (Μπαμπά, πες μας λίγα καινούργια τραγούδια) Φλογ. -Dawk.
3. Καινούργιος, αυτός που διαδέχεται κάτι άλλο που έγινε παλαιότερα ό.π.τ. : Φτσ̑άνουσι ένα γκαινούρη γάμου του σταχτιdζ̑ή (Κάνουν έναν καινούριο γάμο για τον πωλητή στάχτης) Σίλ. -Dawk. Τζαdι̂́σα ντϋσϋνdΰζ̑' καινίριο τζ̑αβολιά (Η γριά μάγισσα σκέφτεται καινούρια διαβολιά) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. Καινίργιο φένgος ξέβην (Βγήκε νέο φεγγάρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ξεβαίνει κιονούρι φουνgάρι (Βγαίνει καινούργιο φεγγάρι˙ η σελήνη είναι στην πρώτη της φάση κατά το γέμισμα) Σίλ. -Κωστ.Σ.
4. Αυτός που διατηρεί τα τρόφιμα φρέσκα Μισθ. : Τσ̑αινούργιου σπίτ' (Δωμάτιο φύλαξης και διατήρησης τροφίμων) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242
5. Το θηλ. ως ουσ., αυτή που έχει γεννήσει για πρώτη φορά Ανακ.