καϊτσάρι
(ουσ. ουδ.)
καϊτσάρι
[kaiˈtsari]
Φάρασ.
καϊdζάρι
[kaiˈdzari]
Φάρασ.
καϊζάρ
[kaiˈzar]
Φάρασ.
Από το αρμεν. ουσ. կայծառ (kaycaṙ) = λαβίδα σιδηρουργού. Εσφαλμένη η άποψη των Lagarde (1886: 51-52) και Καρολίδη (1885: 85, 165) ότι προέρχεται από το αρμεν. ουσ. kayc = σπινθήρας, άνθρακας.
Λαβίδα, πυράγρα
ό.π.τ.