ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακάνισμα (ουσ. ουδ.) κακάνισμα [kaˈkanizma] Γούρδ. Νεότ. ουσ. κακάνισμα (βλ. Λεξ. Πόρτ. λ. risus), το οπ. από το αορ. θ. κακανισ- του ρ. κακανίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. κακανίζω, το κακάρισμα Γούρδ.