κακάνισμα
(ουσ. ουδ.)
κακάνισμα
[kaˈkanizma]
Γούρδ.
Νεότ. ουσ. κακάνισμα (βλ. Λεξ. Πόρτ. λ. risus), το οπ. από το αορ. θ. κακανισ- του ρ. κακανίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. κακανίζω, το κακάρισμα
Γούρδ.