καίω
(ρ.)
καίγου
[ˈceɣu]
Σίλ.
κάγω
[ˈkaɣο]
Αραβαν.
κάγου
[ˈkaɣu]
Αραβαν., Μισθ.
τσ̑αίω
[ˈtʃeo]
Φάρασ.
κάφτω
[ˈkafto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
κάφτου
[ˈkaftu]
Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
κάβου
[ˈkavu]
Μισθ.
καφτσ̑ιν̑ίσκου
[kaftʃiˈɲisku]
Σίλ.
Παρατατ.
κάφτισ̑κα
[ˈkaftiʃka]
Ανακ., Μισθ., Τροχ.
κάφισκα
[ˈkafiska]
Μισθ.
Αόρ.
έκαψα
[ekapsa]
Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
Παθ.
κάγουμαι
[ˈkaɣume]
Αξ., Αραβαν.
κάγουμι
[ˈkaɣumi]
Μαλακ.
κάουμι
[ˈkaumi]
Μισθ.
καόμι
[kaˈοmi]
Μισθ.
Παθ. Αόρ.
κάγα
[ˈkaɣa]
Αραβ., Μαλακ., Φάρασ., Φερτάκ.
κάηκα
[ˈkaica]
Μισθ., Σίλ.
καήστα
[kaˈista]
Μισθ.
Μτχ.
καγμένου
[kaɣˈmenu]
Φάρασ.
καφτσ̑ημένο
[kaftʃiˈmeno]
Αραβαν.
Πληθ.
καμένα
[kaˈmena]
Φλογ.
Αρχ. ρ. καίω. Οι τύπ. έκαψα, κάφτω, καμένα μεσν. Ο τύπ. καφτσ̑ιν̑ίσκου με βάση το θ. πρτ. -ινόσκ- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Μτβ., καταστρέφω, αποτεφρώνω κάτι με την χρήση της φωτιάς
ό.π.τ.
:
Κάφτου ντα ξερά χορτάρια
(Καίω τα ξερά χορτάρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αν ηυρηχεί ένα πρώτο γεννημένο φσ̑άχ', αν το κάψ’νε κι ασ' το στάχτη τ’ ας κουνdήσ’νε 'ς τα γιαράγια μ’, εκτέτε μαναχό πορεί και γίγουνdαι καλά
(Αν βρεθεί ένα πρωτότοκο μωρό, αν το κάψουν κι αν την στάχτη του τη ρίξουν στις πληγές μου, τότε μοναχά μπορεί να γίνουν καλά)
Αξ.
-Μαυροχ.
Σώροψε πολλά ασκέρια, πάτ'σε κι ήρτε να κάψ̑’ το Κάστρο
(Συγκέντρωσε πολύ στρατό, πάτησε κι ήρθε να κάψει το Κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κόνσα τα σο φουρούνι, κάη
(Το έρριξα στον φούρνο, κάηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
'νεπαύτω τη νισ̑κιά μη κάηται το σπίτ'
(Σβήνω τη φωτιά για να μην καεί το σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το κορίσ̑’ έκαψε το γαbί τ’ και έν'νε ένα Ντουνιά Γκϋζέλ
(Το κορίτσι έκαψε το δέρμα του και έγινε μιά Πεντάμορφη)
Γούρδ.
-Dawk.
|| Φρ.
Φωτιά να σε κάψ’
(Φωτιά να σε κάψει˙ αρά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ας καεί το οdζάκ σ’
(Να καεί το σπίτι σου˙ αρά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να κάψωμ’ το σ̑ιφώτ’
(Να κάψουμε τον Σιφώτη, τον καλικάντζαρο˙ Λεγόταν όταν έκαιγαν σωρό από κληματόβεργες την παραμονή των Φώτων)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κάφτισ̑καν γιαχμά μι ντου αλχ’νό ντου πανί
(Έκαιγαν το ανεμοπύρωμα με το κόκκινο πανί˙ έβαζαν ένα κόκκινο πανί στο πρόσωπο του ασθενή και πάνω σε αυτό έκαιγαν μπαμπάκι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κάφτισ̑κις ψυσ̑ή σ’
(Έκαιγες την ψυχή σου˙ το έλεγαν όταν έκαναν την αμαρτία να χύσουν την Θεία Κοινωνία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Διάβολε, διάβολε, κονdά μας μη έρχεσαι
Έχουμε θυμιάμα και κερί και κάφτουμ’ σε
(Διάβολε, διάβολε, μην έρχεσαι κοντά μαςΈχουμε θυμίαμα και κερί και σε καίμε· από επωδή κατά του ανέμου) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. άφτω, νταγλαντίζω :1
Έχουμε θυμιάμα και κερί και κάφτουμ’ σε
(Διάβολε, διάβολε, μην έρχεσαι κοντά μαςΈχουμε θυμίαμα και κερί και σε καίμε· από επωδή κατά του ανέμου) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. άφτω, νταγλαντίζω :1
β.
Καίω κάτι για να εκλύσει θερμότητα
κ.α., Μισθ.
:
Ντου χειμό κάφτου ξύλα
(Τον χειμώνα καίω ξύλα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Άρχισε να μπαγουρντά: «Κάουμι, κάουμι»
(Άρχισε να φωνάζει: «Καίγομαι, καίγομαι»
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
γ.
Μτφ., προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ζημιά
Καρατζάβ., Μισθ., Φάρασ.
:
Έκαψις μι
(Με έκαψες, μου προκάλεσες ζημιά
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Καίω, προκαλώ αλλοίωση σε κάτι με την χρήση υψηλής θερμοκρασίας
ό.π.τ.
:
Φάημα έκαψιν ντα
(Το φαγητό το έκαψε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κάφτισ̑κεν το το σαμ
(Τον έκαιγε (τον καρπό) ο λίβας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το αγιάζ’ κάφτισκεν το λουλούδ’
(Το αγιάζι έκαιγε το λουλούδι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Θερμαίνω τροφή κατά το μαγείρεμα
κ.α., Μισθ., Σίλ.
:
Καμένου βούτ’ρους
(Καμένο βούτυρο, λίπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κάφισκαμ' αλεύρ'
(Καβουρδίζαμε αλεύρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κάφτισ̑καν ντου αγκοζομιού λάι
(Θέρμαιναν το λάδι από το αγκιζόμι)
Μισθ., Ανακ.
-Κωστ.Μ.
4. Προκαλώ έγκαυμα
ό.π.τ.
:
Το κορίσ̑ έκαψε το γαbί τ’
(Το κορίτσι έκαψε το δέρμα του)
Γούρδ.
-Dawk.
|| Φρ.
Πιέ λίου λερό, κάη δου στόμα σ'
(Πιες λίγο νερό, κάηκε το στόμα σου˙ για μεγάλη δίψα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αζ λιψάγια κάγεν τ’ απέσω μ’
(Από την δίψα κάηκε το μέσα μου˙ για μεγάλη δίψα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ποτε εν μασ̑-σ̑ά, τα χέρια ζ’ με τα κάφτεις
(Αφού υπάρχει μασιά, τα χέρια σου μην τα καις˙ μην ριψοκινδυνεύεις όταν μπορείς να αποφύγεις τον κίνδυνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ασ' το γάλα κάγεν το στόμα τ’ και τ’ αριάς φυσά και πσιν’ ντο
(από το γάλα κάηκε το στόμα του, και το αριάνι το φυσάει και το πίνει˙ για κάποιον που έγινε υπερβολικά επιφυλακτικός μετά από πάθημα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
5. Πυρακτώνω κάτι
Μισθ.
:
Κάφτισ̑καν ένα σ̑ίιρου
(Πυράκτωναν ένα σίδερο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ας κάψουμ’ το τουνdούρ’
(Ας ανάψουμε το τουντούρι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ογώ ας βγω όξου, ας κάψου 'να τζίγαρα
(Εγώ ας βγω έξω, ας ανάψω ένα τσιγάρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
6. Αμτβ., έχω υψηλή θερμοκρασία, θερμαίνω υπερβολικά, εκπέμπω μεγάλη θερμὀτητα
κ.α., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
:
Σ̒ήμερ’ γιούλης πολύ καφτσ̑ινόσκι
(Σήμερα ο ήλιος έκαιγε πολύ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Όλιους κάφ’
(Ο ήλιος καίει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κάφτου απ’ ντου πυρετός
(Καίω από τον πυρετό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το νερό κάφτισκεν
(Το νερό ζεματούσε)
Φλογ.
Συνών.
άφτω
7. Μεσοπαθ., εξοργίζομαι, εξάπτομαι, ανάβω
Αξ.
8. Είμαι ερεθισμένος από φλεγμονή και πονάω
Σίλ.
:
Κάφτσ̑ει του γούργουρού μας
(Καίει ο λαιμός μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Κάγεν γκαργιά μ’
(Κάηκε η καρδιά μου˙ πόνεσα πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
9. Σε ομαδικά παιχνίδια, χάνω, «καίγομαι»
Μισθ.