ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακά (II) (επίρρ.) κακά [kaˈka] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ. Μεσν. επίρρ. κακά, το οπ. από το αρχ. επίρρ. κακῶς.
Κακά, με κακό, άσχημο τρόπο Ανακ. : Φοβήθαμ’ πολύ κακά (Φοβηθήκαμε πολύ άσχημα) Φάρασ. -Αρχέλ. || Φρ. Κακά μη κατζέφ’, έμbου σο νdάι (Μη μιλάς άσχημα, έμπα στο σακκί˙ ως απειλή προς φλύαρο ή αθυρόστομο, ότι θα τον δέσουν μέσα σε ένα σακκί και θα τον ξυλοφορτώσουν, ακολουθώντας έναν παλαιό τρόπο σωματικής ποινής) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.