κακά (II)
(επίρρ.)
κακά
[kaˈka]
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ.
Μεσν. επίρρ. κακά, το οπ. από το αρχ. επίρρ. κακῶς.
Κακά, με κακό, άσχημο τρόπο
Ανακ.
:
Φοβήθαμ’ πολύ κακά
(Φοβηθήκαμε πολύ άσχημα)
Φάρασ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Κακά μη κατζέφ’, έμbου σο νdάι
(Μη μιλάς άσχημα, έμπα στο σακκί˙ ως απειλή προς φλύαρο ή αθυρόστομο, ότι θα τον δέσουν μέσα σε ένα σακκί και θα τον ξυλοφορτώσουν, ακολουθώντας έναν παλαιό τρόπο σωματικής ποινής)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.