ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακοκαρδίζω (ρ.) κακοκαρδίζω [kakokarˈðizo] Ανακ. Μεσν. ρ. κακοκαρδίζω.
Νευριάζω, έχω κακή διάθεση μόνο σε παροιμ. : || Παροιμ. Μάρτης μαρτυρίζει και καλοκαίρης μυρίζει· κι άμα κακοκαρδίσ’ κάφτ’ και τα χουλιάρια και τα χουλιαρτήκες (ο Μάρτης μαρτυράει αλλά μυρίζει καλοκαίρι· αλλά αν νευριάσει, καίει και τα κουτάλια και τις κουταλοθήκες˙ (για την κακοκαιρία του Μάρτη) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. πλαντάζω :2