ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακοψύχημα (ουσ. ουδ.) κακοψ̑ύχημα [kakoˈpʃiçima] Αξ. κακοψ̑ύσ̑ημα [kakoˈpʃiʃima] Σίλ. Από το ρ. κακοψυχώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η λ. και Θράκ., Πόντ., Τσακων.
1. Εγκυμοσύνη Σίλ. : Πολύ κ͑ιοτού κακοψ̑ύσ̑ημα ήτου (Πολύ κακή εγκυμοσύνη ήταν) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Γγάστρωμα Σίλ. Συνών. γγάστρωμα
3. Για έγκυο, λιγούρα και επιθυμία συγκεκριμένων εδεσμάτων Αξ. Συνών. κακοψυχιά, μουσούντισμα