κακοψύχημα
(ουσ. ουδ.)
κακοψ̑ύχημα
[kakoˈpʃiçima]
Αξ.
κακοψ̑ύσ̑ημα
[kakoˈpʃiʃima]
Σίλ.
Από το ρ. κακοψυχώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η λ. και Θράκ., Πόντ., Τσακων.
1. Εγκυμοσύνη
Σίλ.
:
Πολύ κ͑ιοτού κακοψ̑ύσ̑ημα ήτου
(Πολύ κακή εγκυμοσύνη ήταν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.