ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλαϊλάτημα (ουσ. ουδ.) γαλαϊλάτ'μα [ɣalaiˈlatma] Φάρασ. γαλαλάιμα [ɣalaˈlaima] Μισθ. Από το θ. γαλαϊλατη- του ρ. καλαϊλατίζω, όπου και τύπ. γαλαϊλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γάνωμα ό.π.τ. : Τα σκέφια μας κρεύ'νι γαλαλάιμα (Τα σκεύη μας θέλουν γάνωμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ