καλαϊλάτημα
(ουσ. ουδ.)
γαλαϊλάτ'μα
[ɣalaiˈlatma]
Φάρασ.
γαλαλάιμα
[ɣalaˈlaima]
Μισθ.
Από το θ. γαλαϊλατη- του ρ. καλαϊλατίζω, όπου και τύπ. γαλαϊλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γάνωμα
ό.π.τ.
:
Τα σκέφια μας κρεύ'νι γαλαλάιμα
(Τα σκεύη μας θέλουν γάνωμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ