ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλαμούδι (ουσ. ουδ.) καλαμούδ' [kalaˈmuð] Φλογ. Πληθ. καλαμούδια [kalaˈmuðʝa] Φλογ. καλαμούδα [kalaˈmuða] Μαλακ. Από το ουσ. καλάμι και το υποκορ. επίθμ. -ούδι.
Τα καλάμια που απομένουν στο χωράφι μετά τον θερισμό ό.π.τ. : Ξέβαλεν πολύ καλαμούδ' (Έβγαλε πολύ καλαμούδι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812