καλαμούδι
(ουσ. ουδ.)
καλαμούδ'
[kalaˈmuð]
Φλογ.
Πληθ.
καλαμούδια
[kalaˈmuðʝa]
Φλογ.
καλαμούδα
[kalaˈmuða]
Μαλακ.
Από το ουσ. καλάμι και το υποκορ. επίθμ. -ούδι.
Τα καλάμια που απομένουν στο χωράφι μετά τον θερισμό
ό.π.τ.
:
Ξέβαλεν πολύ καλαμούδ'
(Έβγαλε πολύ καλαμούδι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812