καΐλα (I)
(ουσ. θηλ.)
καΐλα
[kaˈila]
Φάρασ.
Πιθ. από το μεταγν. ουσ. γαγίλα = καλιακούδα (DGE), με κλειστοποίηση του αρκτ. [ɣ] > [k] και αποβολή μεσοφωνεντικού /ɣ/.
Το πτηνό καλιακούδα (corvus monedula).
Συνών.
κάργα