ελκί
(ουσ. ουδ.)
ελκί
[elˈci]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. helke = χάλκινος κουβάς, όπου και τύπ. helki και elke, πιθ. αντιδάν. από το ουσ. χαλκί. Μάλλον εσφαλμένη η σύναψη με το αρχ. ουσ. ὁλκεῖον = μεγάλη λεκάνη (Αλεκτορίδης 1883: 494).
Βλ.
χαλκί
Κάδος
Φερτάκ.