ελτσέκι
(ουσ. ουδ.)
ελτσ̑έκι
[elˈtʃeci]
Σίλ., Φάρασ.
Θηλ.
αλτζάκα
[alˈdzaka]
Μαλακ., Σινασσ.
Πληθ.
αλτζάκις
[alˈdzacis]
Μαλακ.
ελτσέγια
[elˈtseʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. elcek = γάντι.
Γάντι
ό.π.τ.
:
Tρίγια τσίφτια τσοράπια, ένα σαλί και ἐνα τσ̑ίφτι ελτσ̑έγια
(Τρία ζευγάρια κάλτσες, ένα σάλι και ένα ζευγάρι γάντια)
Σίλ.
-Συλλ.