εκίζι
(ουσ. ουδ.)
εκ̇ίζι
[eˈkizi]
Φάρασ.
γεκίζι
[ʝeˈcizi]
Αφσάρ.
γκίτσ'
[ɟits]
Μισθ.
κέτσ'
[cets]
Μαλακ.
Πληθ.
κίζια
[ˈcizʝa]
Ποτάμ., Σινασσ.
κίντσα
[ˈcintsa]
Τελμ.
κίτσα
[ˈcitsa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. ikiz, όπου και διαλεκτ. τύπ. ekiz.
Δίδυμος
ό.π.τ.
:
Ναίκα μ' γούλτουσιν τσι μποίκι γκίτσ̑α
(Η γυναίκα μου γέννησε και έκανε δίδυμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είνdαι δύο κίντσα
(Eίναι δύο δίδυμοι, για αστερισμό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ένα νύφ' ποίκεν κίτσα και θεός γιολ-λάτσεν 'να άγγελος να πάρ' ψ̇η τ'
(Mια νύφη έκανε δίδυμα και ο Θεός έστειλε έναν άγγελο να πάρει την ψυχή της)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361