ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκίζι (ουσ. ουδ.) εκ̇ίζι [eˈkizi] Φάρασ. γεκίζι [ʝeˈcizi] Αφσάρ. γκίτσ' [ɟits] Μισθ. κέτσ' [cets] Μαλακ. Πληθ. κίζια [ˈcizʝa] Ποτάμ., Σινασσ. κίντσα [ˈcintsa] Τελμ. κίτσα [ˈcitsa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. ikiz, όπου και διαλεκτ. τύπ. ekiz.
Δίδυμος ό.π.τ. : Ναίκα μ' γούλτουσιν τσι μποίκι γκίτσ̑α (Η γυναίκα μου γέννησε και έκανε δίδυμα) Μισθ. -Κοτσαν. Είνdαι δύο κίντσα (Eίναι δύο δίδυμοι, για αστερισμό) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ένα νύφ' ποίκεν κίτσα και θεός γιολ-λάτσεν 'να άγγελος να πάρ' ψ̇η τ' (Mια νύφη έκανε δίδυμα και ο Θεός έστειλε έναν άγγελο να πάρει την ψυχή της) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361