εκατοστάδα
(ουσ. θηλ.)
'κατοστάδα
[katoˈstaða]
Ανακ.
Από το αρχ. επίθ. ἑκατοστός με παραγωγ. επίθμ. -άδα. Ο τύπ. 'κατοστάδα νεότ.
1. Σύνολο εκατό μονάδων από κάτι
Ανακ.
2. Σε παιχνίδι, ονομασία της ρίψης του ζαριού στον αέρα (της μπρούτζινης ή ασημένιας θήκης όπου έβαζαν το φλιτζάνι του καφέ για να μην καίνε τα χέρια) όταν αυτό προσγειωνόταν με την συμπαγή πλευρά του (αν έπεφτε με την κούφια την έλεγαν χιλιάδα)
Ανακ.