εκατό
(αριθμ.)
εκατό
[ekaˈto]
Σατ., Σινασσ., Φλογ.
'κατό
[kaˈto]
Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ.
'κατ-τό
[katˈto]
Αξ.
Πληθ.
'κατόδες
[kaˈtoðes]
Φλογ.
Από το αρχ. αριθμητικό ἑκατόν.
Εκατό
ό.π.τ.
:
'γένα 'κατό μπελίτσ̑α
(Έγινα εκατό κομμάτια)
Μισθ.
-Φατ.
Ύστερα βα τ' δίν' ντο εκατό λίρες παράδια
(Ύστερα ο πατέρας του του δίνει εκατό λίρες λεφτά)
Φλογ.
-Dawk.
To παιγί ξέβαλεν ντώκεν ντο άλλα 'κατ-τό λίρες
(Το παιδί έβγαλε και του έδωσε άλλες εκατό λίρες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Kαι το θέατρο του Γενοβέφας έπαιξάν το εκατό φοράς στην Σινασσό
(Και το θεατρικό έργο της "Γενοβέφας" το έπαιξαν εκατό φορές στην Σινασσό)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Σαρανdούρι μας μέρασαμι 'κατό κεριά
(Στο μνημόσυνό μας μοιράσαμε εκατό κεριά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
-Πόσο χρονού θεία χάη πεχερά σ'; -'κατό χρονού τσι μι δα ντόνdζα γιαυτού τ'
(-Πόσων χρονών θεία πέθανε η πεθερά σου; -Εκατό χρονών και με τα δικά της δόντια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Τα 'κατό ένα
(Ένα στα εκατό˙ ένα τοις εκατό- 1%)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Παροιμ.
Έσ' σην γκούφα σ' α δι-έβος, σην τζ̑οιλία σου έσ' 'κατό δεβόλοι!
(Έχεις στην σκούφια σου έναν διάβολο μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!)˙ Για άνθρωπος που είναι τετραπέρατος μα δεν το δείχνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γυζ
β.
Σε συνεκφορά με απόλυτα αριθμητικά, σχηματ. εκατοντάδων, δηλ. διακόσια, τρακόσια…
ό.π.τ.
:
Ντο χερίφος έκρεψε ερυό 'κατό λίραγια
(Ο άνθρωπος ζήτησε διακόσιες λίρες
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Δύο 'κατόδες
(διακόσια
)
Φλογ.
-Dawk.
Να υπάς να φέρ’ς παράδα τρία ’κατό λίροι
(Να πας να φέρεις τριακόσιες λίρες
)
Σατ.
-ΚΜΣ-ΚΠ388
'πέσου σο στάβγο είσ̑εν ο τεπεκόζης οφτά κατό πρόβατα
(μέσα στον στάβλο είχε ο Κύκλωπας εφτακόσια πρόβατα
)
Φάρασ.
-Dawk.
Ν’τα θέκουμε σο ζυ να ιδούμε πόσα χιάδα ένι, πέλκι κατόν πενήντα, πέλκι δύο εκατό.
(Να το βάλουμε στην ζυγαριά να δούμε πόσες οκάδες είναι, ίσως εκατόν πενήντα, ίσως διακόσιες
)
Σατ.
-Παπαδ.