ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκατό (αριθμ.) εκατό [ekaˈto] Σατ., Σινασσ., Φλογ. 'κατό [kaˈto] Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ. 'κατ-τό [katˈto] Αξ. Πληθ. 'κατόδες [kaˈtoðes] Φλογ. Από το αρχ. αριθμητικό ἑκατόν.
Εκατό ό.π.τ. : 'γένα 'κατό μπελίτσ̑α (Έγινα εκατό κομμάτια) Μισθ. -Φατ. Ύστερα βα τ' δίν' ντο εκατό λίρες παράδια (Ύστερα ο πατέρας του του δίνει εκατό λίρες λεφτά) Φλογ. -Dawk. To παιγί ξέβαλεν ντώκεν ντο άλλα 'κατ-τό λίρες (Το παιδί έβγαλε και του έδωσε άλλες εκατό λίρες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Kαι το θέατρο του Γενοβέφας έπαιξάν το εκατό φοράς στην Σινασσό (Και το θεατρικό έργο της "Γενοβέφας" το έπαιξαν εκατό φορές στην Σινασσό) Σινασσ. -Τακαδόπ. Σαρανdούρι μας μέρασαμι 'κατό κεριά (Στο μνημόσυνό μας μοιράσαμε εκατό κεριά) Σίλ. -Κωστ.Σ. -Πόσο χρονού θεία χάη πεχερά σ'; -'κατό χρονού τσι μι δα ντόνdζα γιαυτού τ' (-Πόσων χρονών θεία πέθανε η πεθερά σου; -Εκατό χρονών και με τα δικά της δόντια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Τα 'κατό ένα (Ένα στα εκατό˙ ένα τοις εκατό- 1%) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Παροιμ. Έσ' σην γκούφα σ' α δι-έβος, σην τζ̑οιλία σου έσ' 'κατό δεβόλοι! (Έχεις στην σκούφια σου έναν διάβολο μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!)˙ Για άνθρωπος που είναι τετραπέρατος μα δεν το δείχνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γυζ
β. Σε συνεκφορά με απόλυτα αριθμητικά, σχηματ. εκατοντάδων, δηλ. διακόσια, τρακόσια… ό.π.τ. : Ντο χερίφος έκρεψε ερυό 'κατό λίραγια (Ο άνθρωπος ζήτησε διακόσιες λίρες ) Ουλαγ. -Dawk. Δύο 'κατόδες (διακόσια ) Φλογ. -Dawk. Να υπάς να φέρ’ς παράδα τρία ’κατό λίροι (Να πας να φέρεις τριακόσιες λίρες ) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 'πέσου σο στάβγο είσ̑εν ο τεπεκόζης οφτά κατό πρόβατα (μέσα στον στάβλο είχε ο Κύκλωπας εφτακόσια πρόβατα ) Φάρασ. -Dawk. Ν’τα θέκουμε σο ζυ να ιδούμε πόσα χιάδα ένι, πέλκι κατόν πενήντα, πέλκι δύο εκατό. (Να το βάλουμε στην ζυγαριά να δούμε πόσες οκάδες είναι, ίσως εκατόν πενήντα, ίσως διακόσιες ) Σατ. -Παπαδ.