ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ειστηγή (επίρρ.) εισ̑τηγή [iʃtiˈʝi] Ουλαγ. ειστη'ής [istiˈis] Μισθ. ειστη'ή [istiˈi] Μισθ. 'στηγή [stiˈʝi] Γούρδ., Φερτάκ. 'σ̑τηγή [ʃtiˈʝi] Φλογ. 'σ̑τσ̑ηχή [ʃtʃiˈçi] Αραβαν. 'στη'ή [stiˈi] Φάρασ. 'στ'ή [sti] Τσουχούρ., Φάρασ. 'σ̑τ'ή [ʃti] Φερτάκ. 'σηή [siˈi] Ανακ. νειστηγή [nistiˈʝi] Ανακ. Από την φρ. εἰς τὴ γῆ. Ο τύπ. νειστηγή πιθ. από την συνεκφ. με λ. οι οποίες έληγαν σε .
1. Ως επίρρ., καταγής, κατάχαμα Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Απ' το καφά τ' έβγαλεν ντο μποκλουκαριά και φάισεν ντο εισ̑τηγή (Απ' το κεφάλι της έβγαλε το στομάχι της κατσίκας και το κοπάνησε στο έδαφος) Ουλαγ. -Dawk. Τα φτείρια σ' 'σηή μη τα ρίχτεις, νίγεται αζμά (Τις ψείρες σου μην τις ρίχνεις καταγής, γίνονται δαιμονικά φίδια) Ανακ. -Κωστ.Α. Ασ' 'σηή παίρισ̑καμ' ένα 'στράκ' (Παίρναμε από κάτω ένα σπασμένο κεραμίδι) Ανακ. -Κωστ.Α. Α φάου μήα τεΐ, ξείλτ̔σα 'στ'ή (Για να φάω μήλα, έπεσα καταγής) Φάρασ. -Αναστασ. Μακρυναίνω 'στ'ή (Ξαπλώνω καταγής) Φάρασ. -Ανδρ. Εΐλτ'σα μο τ' άσ̑ουρου 'ντάμα, ξείλτσα 'στ'ή (Γλίστρισα μαζί με το άχυρο, έπεσα κατάχαμα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Το τυρί πέφτ' 'σ̑τηγή, τ' αλιπίκα qαπτά το (Το τυρί πέφτει κάτω, η αλεπού το αρπάζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Αν qουνdήεις βολόν', 'σ̑τηγή δεν πέφτ' (Αν ρίξεις βελόνι, στο έδαφος δεν πέφτει˙ δεν πέφτει καρφίτσα, γίνεται το αδιαχώρητο ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Αρ να μη κρεμιστεί του νέγα Πάσκα το 'λτ’νό το τσ̑έφος 'στη'ή, η άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται (Αν δεν πέσει κάτω το κόκκινο τσόφλι της Λαμπρής, το καλοκαίρι δεν έρχεται˙ η καλοκαιρία αρχίζει μετά το Πάσχα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γη, καταής, κατάχαμαι, κατειστηγής
2. Ως ουσ., γη, έδαφος Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φερτάκ. : Να χιωρήεις το τζ̑εχ̑ρέ τ', το πρόσωπο τ' φ'κάλεινε το 'σ̑τσ̑ηχή (Να έβλεπες τα μούτρα της, το πρόσωπό της σκούπιζε την γη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έπεσε σο 'στηγή (Έπεσε στο έδαφος) Φερτάκ. -Αλεκτ. Επάνω απ' 'σ̑τ'ή 'ναι (Είναι πάνω από το έδαφος) Φερτάκ. -Dawk. Ντέν έιξαμ' κονίια για'ί ντα σπίτια μας τσ̑όδαν απ'κάτ’ ειστη'ής (Δεν είχαμε κοριούς, γιατί τα σπίτια μας ήταν κάτω από την γη) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γη, χώμα