ειστηγή
(επίρρ.)
εισ̑τηγή
[iʃtiˈʝi]
Ουλαγ.
ειστη'ής
[istiˈis]
Μισθ.
ειστη'ή
[istiˈi]
Μισθ.
'στηγή
[stiˈʝi]
Γούρδ., Φερτάκ.
'σ̑τηγή
[ʃtiˈʝi]
Φλογ.
'σ̑τσ̑ηχή
[ʃtʃiˈçi]
Αραβαν.
'στη'ή
[stiˈi]
Φάρασ.
'στ'ή
[sti]
Τσουχούρ., Φάρασ.
'σ̑τ'ή
[ʃti]
Φερτάκ.
'σηή
[siˈi]
Ανακ.
νειστηγή
[nistiˈʝi]
Ανακ.
Από την φρ. εἰς τὴ γῆ. Ο τύπ. νειστηγή πιθ. από την συνεκφ. με λ. οι οποίες έληγαν σε -ν.
1. Ως επίρρ., καταγής, κατάχαμα
Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Απ' το καφά τ' έβγαλεν ντο μποκλουκαριά και φάισεν ντο εισ̑τηγή
(Απ' το κεφάλι της έβγαλε το στομάχι της κατσίκας και το κοπάνησε στο έδαφος)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τα φτείρια σ' 'σηή μη τα ρίχτεις, νίγεται αζμά
(Τις ψείρες σου μην τις ρίχνεις καταγής, γίνονται δαιμονικά φίδια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ασ' 'σηή παίρισ̑καμ' ένα 'στράκ'
(Παίρναμε από κάτω ένα σπασμένο κεραμίδι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Α φάου μήα τεΐ, ξείλτ̔σα 'στ'ή
(Για να φάω μήλα, έπεσα καταγής)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Μακρυναίνω 'στ'ή
(Ξαπλώνω καταγής)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Εΐλτ'σα μο τ' άσ̑ουρου 'ντάμα, ξείλτσα 'στ'ή
(Γλίστρισα μαζί με το άχυρο, έπεσα κατάχαμα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Το τυρί πέφτ' 'σ̑τηγή, τ' αλιπίκα qαπτά το
(Το τυρί πέφτει κάτω, η αλεπού το αρπάζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Αν qουνdήεις βολόν', 'σ̑τηγή δεν πέφτ'
(Αν ρίξεις βελόνι, στο έδαφος δεν πέφτει˙ δεν πέφτει καρφίτσα, γίνεται το αδιαχώρητο )
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Αρ να μη κρεμιστεί του νέγα Πάσκα το 'λτ’νό το τσ̑έφος 'στη'ή, η άνοιξη τζ̑ό 'ρτσ̑εται
(Αν δεν πέσει κάτω το κόκκινο τσόφλι της Λαμπρής, το καλοκαίρι δεν έρχεται˙ η καλοκαιρία αρχίζει μετά το Πάσχα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γη, καταής, κατάχαμαι, κατειστηγής
2. Ως ουσ., γη, έδαφος
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φερτάκ.
:
Να χιωρήεις το τζ̑εχ̑ρέ τ', το πρόσωπο τ' φ'κάλεινε το 'σ̑τσ̑ηχή
(Να έβλεπες τα μούτρα της, το πρόσωπό της σκούπιζε την γη)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έπεσε σο 'στηγή
(Έπεσε στο έδαφος)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
Επάνω απ' 'σ̑τ'ή 'ναι
(Είναι πάνω από το έδαφος)
Φερτάκ.
-Dawk.
Ντέν έιξαμ' κονίια για'ί ντα σπίτια μας τσ̑όδαν απ'κάτ’ ειστη'ής
(Δεν είχαμε κοριούς, γιατί τα σπίτια μας ήταν κάτω από την γη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γη, χώμα