ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χώμα (ουσ. ουδ.) χώμα [ˈxoma] Καππ. Αρχ. ουσ. χῶμα.
1. Χώμα ό.π.τ. : Ένα σϋρΰ χώμα (Ένας σωρός χώμα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φέρισ̑καμ χώμα, άμμος, εμείς χωρίς άμμος παιδιά δεν κοίμιζαμ' (Φέρναμε χώμα, άμμο, εμείς χωρίς άμμο παιδιά δεν κοιμίζαμε) Ανακ. -Cost. 'πίχωσέν ντο σο χώμα μέσα (Το έθαψε μέσα στο χώμα) Τελμ. -Dawk. Βούλα qαπάτσιν ντα μι του χώμα (Όλα τα σκέπασε με το χώμα) Μαλακ. -Dawk. Φκάλειναν ντου χώμα (Σκούπιζαν το χώμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το τονdούρ' το κάνισκαμ' από χώμα α'χινό (Το ταντούρι το φτιάχναμε από κοκκινόχωμα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Φσ̑αγιού χώμα (Χώμα του παιδιού˙ υπόθερμος και λεπτή άμμος την οποία έβαζαν κάτω από το λίκνο του βρέφους και με την οποία κάλυπταν και την άκρη του πέους του έτσι ώστε να απορροφώνται τα εκκρινόμενα υγρά) Αραβαν. -ΚΕΕΛ 1425 Φσ̑εγιού χώμα (Χώμα του παιδιού˙ χώμα σε αγγείο για να χέζει το μωρό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Μια κονταριά το χτύπησεν, το πήρε μες στο στόμα
Και παρευτύς το ξάπλωσε χάμω στη γης στο χώμα
(Μια κονταριά το χτύπησεν, το πήρε μες στο στόμα
Και παρευτύς το ξάπλωσε χάμω στη γης στο χώμα)
Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
2. Γενικότ., έδαφος, γη Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τζαλ., Φάρασ. : Τουρκού χώμα 'νdαι (Η γη ανήκει στους Τούρκους) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άμα πάταναμ' σου χώμα τ', λιάρωναμ' (Άμα πατάγαμε στο χώμα της Αξού, γιατρευόμασταν) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το μόνα το ζεναάτι ένι να νεκροστώ σο χώμα, τον γκόσμο ότι πότς ένι κατέχω τα (Η δική μου η τέχνη είναι να ακροασθώ το έδαφος και μαθαίνω οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο) Αφσάρ. -Dawk. Αμα τσ̑όουν σου χώμα ... εκείνου λέγονταν κελέρ' (Άμα ήταν μέσα στο χώμα, δηλ. υπόγειο, εκείνο λεγόταν κελλάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πεγαίνισκι, παιγένισκι, κουράσκι, κάχισκι απά στου χώμα (Πήγαινε, πήγαινε, κουράστηκε, κάθισε στη γη) Σεμέντρ. -Στεφαν. Τίνος είν' το χώμα; (Ποιανού είναι η γη;) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ340 || Φρ. Έβγκη σου χωματού το πρόσωπο (Βγήκε στην επιφάνεια της γης˙ Για όσους είχαν χαθεί και επανεμφανίζονται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γη
3. Χώρα Φλογ. : Ας φύγουμ' λέει, στ' άλλ' το χώμα· πήγανε 'ς άλλου χώμα. (Ας φύγουμε λέει, σε άλλη χώρα· πήγανε σε άλλη χώρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812