χτίρος
(ουσ. ουδ.)
χτίρος
[ˈxtiros]
Αξ.
Από το ρ. χτρίζω, όπου και τύπ. χτιρίζω, υποχωρητ.
Αναποδογύρισμα του κάτω βλεφάρου
:
Τα μάτια τ' είχαν ένα νταχτύλ' χτίρος
(Τα μάτια του είχαν ένα δάχτυλο αναποδογύρισμα βλεφάρου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.