χτίζω
(ρ.)
χτίζω
[ˈxtizo]
Αξ.
χτίζου
[ˈxtizu]
Μισθ., Φάρασ.
χτσ̑ίζω
[ˈxtʃizο]
Αραβαν.
χτίνω
[ˈxtino]
Αξ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
χτίνου
[ˈxtinu]
Μαλακ., Μισθ.
χτσ̑ίνω
[ˈxtsino]
Γούρδ.
χτσ̑ίνου
[ˈxtʃinu]
Σίλ.
χτσ̑ίνίσ̑κω
[ˈxtʃiniʃko]
Τελμ.
Αόρ.
έχτισα
[ˈextisa]
Μαλακ.
έχτσ̑ισα
[ˈextʃisa]
Αραβαν.
έχτ'σα
[ˈextsa]
Μισθ., Φκόσ., Φλογ.
έχ'σα
[ˈexsa]
Τσαρικ.
Από το αρχ. ρ. κτίζω. Ο τύπ. χτσ̑ίνίσ̑κω με βάση το μη συνοπτ. θ. χτσ̑ίν- και το επίθμ. -ίζω.
Χτίζω
ό.π.τ.
:
Σου γαϊάζ απάν΄ έχτισαμ' νεκκλησιά
(Πάνω στο βράχο χτίσαμε την εκκλησία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παρακάλ'σαν το πατισ̑άχο να τα χτσ̑ίσ̑' ένα χαμάμ
(Παρακάλεσαν το βασιλιά να τους χτίσει ένα λουτρό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'ς έξι μήνεζ μέσα έχτσ̑ισαν ένα λουτρό
(Μέσα σε έξι μήνες έχτισαν ένα λουτρό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Όπου θέλ'ς χτίνισ̑κες
(Όπου ήθελες έχτιζες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ηύρα μαστόρ', χτίνου!
(Βρήκα μάστορες, χτίζω!)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πρωί πρωί τση χτσίνουν, τση νύχτα χαλάνουν τζη
(Πρωί πρωί τη χτίζουν, την νύχτα την γκρεμίζουν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα Τούρκα χτίνισκαν κάμαρες, χτίνισκαν σπίτια και μεις πλέρωνάμ’ τα
(Οι Τούρκοι έχτιζαν δωμάτια, έχτιζαν σπίτια κι εμείς τα πληρώναμε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έχτ’σαμε το σπίτι μο τα θάλα
(Χτίσαμε το σπίτι με τις πέτρες)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Ήρταν τσ' άλλα Μισιώτ', βόησαν ντα, τσι σου τέλος κατακώλτσαν ντα Τουρκούς τσ' έχ'σαν ντου χωριό
(Ἠρθαν κι άλλοι Μιστιώτες, τους βοήθησαν, και στο τέλος έδιωξαν τους Τούρκους κι έχτισαν το χωριό)
Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Ασμ.
Πρωνή πρωνή μερ' χτσ̑ινουν τσ̑η, νύχτα νύχτα χαλάνουν τσ̑η
(Πρωί πρωί τη χτίζανε, νύχτα νύχτα τη γκρεμίζουν, ενν. την καμάρα του γεφυριού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.